- βερβένα
- (verbena). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβενιδών, το οποίο περιλαμβάνει μονοετείς ή πολυετείς πόες και φρύγανα. Πρόκειται για περίπου 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής. Έχουν φύλλα αντίθετα, οδοντωτά και μικρά άνθη σε επάκριες ταξιανθίες. Από το γένος β. αυτοφύονται σε άγονους τόπους όλης της Ελλάδας δύο είδη. Η β. η φαρμακευτική είναι πολυετής πόα με βλαστούς υποτετραγωνικούς και άνθη μικρά, ωχροκόκκινα ή μενεξεδιά κατά μικρούς στάχεις, που σχηματίζουν επάκρια φόβη. Είναι γνωστό με τα ονόματα σταυροβότανο, γοργόγιαννη και αγιοβότανο. Χρησιμοποιείται στην πρακτική ιατρική ως εφιδρωτικό, αντιπυρετικό, στομαχικό και επουλωτικό των πληγών. Το δεύτερο είδος, η β. η υπτία, έχει λευκά άνθη ιώδους απόχρωσης. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες προέρχονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από τη β. την υβριδική. Πρόκειται για καλλωπιστικά φυτά με εντυπωσιακή εμφάνιση, χάρη στην ποικιλία των χρωμάτων της στεφάνης των ανθέων τους που συχνά είναι διακοσμημένη στο κέντρο από κηλίδες αντίθετου χρώματος. Ανθίζουν από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο και πολλαπλασιάζονται με σπέρματα τον Αύγουστο.
Μια ποικιλία του είδους βερβένα η φαρμακευτική, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς και έχει ωραιότατα άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.